-
1 κερόεις
A horned, Anacr.51, Simon. 30, S.Fr.89, E.Ph. 828 (lyr.), Doroth. ap. Heph.Astr.3.7, etc.; κερόεις ὄχος carriage drawn by horned cattle, Call.Dian. 113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερόεις
См. также в других словарях:
κερόεις — κερόεις, όεσσα, όεν, θηλ. συνηρ. κερούσσα (Α) [κέρας] 1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κερόεις ὄχος» όχημα που σύρεται από ζώα τα οποία έχουν κέρατα, Καλλ.) 2. (για αυλό) κατασκευασμένος από κέρατο … Dictionary of Greek